αυθυπόστατος

αυθυπόστατος
-η, -ο
αυτός που δε χρωστά σ' άλλον την υπόστασή του, την ύπαρξή του, ο αυθύπαρκτος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αὐθυπόστατος — self substantial masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυθυπόστατος — η, ο (AM αὐθυπόστατος, ον) αυτός που έχει δική του υπόσταση, που υπάρχει καθ εαυτόν νεοελλ. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον («αυθυπόστατη επιχείρηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + υποστατός < υφίσταμαι] …   Dictionary of Greek

  • αὐθυποστάτως — αὐθυπόστατος self substantial adverbial αὐθυπόστατος self substantial masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθυπόστατον — αὐθυπόστατος self substantial masc/fem acc sg αὐθυπόστατος self substantial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθυποστάτοις — αὐθυπόστατος self substantial masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθυποστάτου — αὐθυπόστατος self substantial masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθυποστάτους — αὐθυπόστατος self substantial masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθυποστάτων — αὐθυπόστατος self substantial masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθυποστάτῳ — αὐθυπόστατος self substantial masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθυπόστατα — αὐθυπόστατος self substantial neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”